χαλεπότης

χαλεπότης
χαλεπ-ότης, ητος, ,
A difficulty, ruggedness,

τῶν χωρίων Th.4.12

,33: metaph. in pl.,

μεγάλας ἔχουσιν αἱ σύντομοι [ὁδοὶ] χαλεπότητας Jul.Or.7.225c

.
2 generally, difficulty, of understanding, Arist.APo.93b34.
II mostly of persons, harshness, severity, opp. ῥᾳστώνη, Pl.Criti.107c, Lg.902c;

ἡ τοῦ σοφιστοῦ χ. Id.Sph.254a

;

τρόπων χ. Id.Lg.929d

;

τῶν πολιτειῶν Isoc.4.142

; abs., Th.1.84
, Isoc.2.24, etc.; of the Lacedaemonians, Id.12.90;

μετὰ χαλεπότητος ἀκροᾶσθαι Id.15.20

; of the laws of Draco, Arist.Pol. 1274b17: pl., opp. πραότητες, Isoc.5.116.
2 ill-temper, vice, of a horse, X.Eq.3.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαλεπότης — difficulty fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπότης — ητος, ἡ, ΜΑ [χαλεπός] 1. δυσκολία, δυσχέρεια 2. δυστροπία, ιδιοτροπία αρχ. 1. (για τόπο) τραχύτητα, το δύσβατο 2. αυστηρότητα, σκληρότητα, αγριότητα 3. (για ίππο) ατίθαση φύση, κακό φυσικό …   Dictionary of Greek

  • χαλεπότησιν — χαλεπότης difficulty fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπότητα — χαλεπότης difficulty fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπότητας — χαλεπότης difficulty fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπότητες — χαλεπότης difficulty fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπότητι — χαλεπότης difficulty fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπότητος — χαλεπότης difficulty fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SYRTES — mate vadosum et scupulosum Africae inter Byzacenam ad occasum et Cyrenaicam ad ortum longe lateque diffusum; vulpg le Secche di Barbaria, et Baxos di Barbr ia Hispanis, mare Syrticum apud Senecam. In magnam et parvam dividitur. Magna, sinus est… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χαλεπτύς — ύος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Ίωνες) «χαλεπότης». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλεπός + επίθημα τύς (πρβλ. φρασ τύς)] …   Dictionary of Greek

  • χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”